- πλυντηριών
- πλῠν-τηριών, ῶνος, ὁ, name of month at Thasos and elsewhere, BCH 50.214 (Thasos, v. B.C.), SIG987.10 (Chios, iv B. C.), IG12(5).1010 ([place name] Ios).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλυντηρίων — ῶνος, ὁ, Α (κυρίως στη Θάσο) ονομασία μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλυντήρ + επίθημα ιών (πρβλ. Ανθεστηρ ιών)] … Dictionary of Greek
πλυντηρίων — πλυντήριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγητηρία — ἡγητηρία, ἡ (Α, κατά τον Ησύχ. και Φώτ. ἡγητορία, κατά τον Ευστ. ἡγήτρια) (ηγητήρ) 1. δέσμη, αρμαθιά από ξερά σύκα την οποία έφεραν με πομπή κατά την εορτή τών Αττικών Πλυντηρίων σε ανάμνηση τής ευρέσεως αυτής τής τροφής που τή θεωρούσαν ως το… … Dictionary of Greek
πλειών — ῶνος, ὁ, Α πλήρης χρόνος ή χρονική περίοδος, έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλειών παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «πλείων ὁ ἐναιαυτός ἀπὸ τούς καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «καρπός, σπόρος» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που… … Dictionary of Greek
σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… … Dictionary of Greek
Καλλυντήρια — Ετήσια γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν της Πολιάδος Αθηνάς. Συνδεόταν αναπόσπαστα με τη γιορτή των Πλυντηρίων. Κατά τον λεξικογράφο Φώτιο, τελούσαν τη γιορτή στις 19 του μήνα Θαργηλιώνα (Μαΐου). Τα Κ. ήταν η προπαρασκευαστική γιορτή του… … Dictionary of Greek
Μαρασλής — Επώνυμο ελληνικής οικογένειας της Οδησσού. 1. Γρηγόριος (Φιλιππούπολη 1780; – Οδησσός 1850;). Εξελίχθηκε σε μεγαλέμπορο της Κωνσταντινούπολης και υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Οδησσού επί Αικατερίνης B’. Διετέλεσε έφορος της εκεί Κοινότητας… … Dictionary of Greek
πλυντήριο — το 1. μέρος όπου γίνεται η πλύση, το πλυσταριό. 2. μηχάνημα για το πλύσιμο των ρούχων, των πιάτων: Η αγορά διαθέτει πολλά είδη πλυντηρίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)